ζορίζομαι

ζορίζομαι
ζορίζομαι, ζορίστηκα, ζορισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζορίζω — ζόρισα, ζορίστηκα, ζορισμένος 1. πιέζω, εξαναγκάζω κάποιον: Λίγο τον ζόρισαν και τα ομολόγησε όλα. 2. παθ., ζορίζομαι βρίσκω δυσκολία: Ζορίστηκα και εγκατέλειψα τη δουλειά. 3. θυμώνω, στενοχωριέμαι: Ζορίζεται όταν του μιλάς για τις αδυναμίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”